- ισραηλιτικός
- η , ό[ν] израильский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισραηλιτικός — ισραηλιτικός, ή, ό και ισραηλίτικος, η, ο που ανήκει ή αναφέρεται στους Ισραηλίτες: Ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισραηλιτικός — ή, ό [Ισραηλίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισραήλ 2. αυτός που κατάγεται από τον Ισραήλ, ο εβραϊκός, ο ιουδαϊκός … Dictionary of Greek
ιουδαϊκός — ή, ό (ΑΜ ἰουδαϊκός, ή, όν) [Ιουδαίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός («ιουδαϊκή θρησκεία») νεοελλ. φρ. α) «ιουδαϊκός σταυρός» το εξάγραμμα* β) «ιουδαϊκή ημέρα» ο χρόνος από τη μία δύση τού Ηλίου ώς την άλλη… … Dictionary of Greek
ιουδαϊκός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός: Ιουδαϊκή θρησκεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)